- ονοματοθήρας
- ὀνοματοθήρας, ὁ (Α)αυτός που αναζητεί, που κυνηγά ονόματα, δηλ. λέξεις, λεξιθήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λεξι-θήρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀνοματοθήρας — ὀνοματοθήρᾱς , ὀνοματοθήρας word hunter masc acc pl ὀνοματοθήρᾱς , ὀνοματοθήρας word hunter masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοματοθήρα — ὀνοματοθήρᾱ , ὀνοματοθήρας word hunter masc nom/voc/acc dual ὀνοματοθήρᾱ , ὀνοματοθήρας word hunter masc voc sg (attic) ὀνοματοθήρᾱ , ὀνοματοθήρας word hunter masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
ονοματοθηρώ — ὀνοματοθηρῶ, άω (Α) [ονοματοθήρας] αναζητώ ονόματα, κυνηγώ λέξεις, είμαι λεξιθήρας («εἰπὲ οὖν ἡμῑν τι περὶ τούτων... καὶ μὴ ὀνοματοθήρα») … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek